μονόχρονον

μονόχρονον
μονόχρονος
occupying one time-unit
masc/fem acc sg
μονόχρονος
occupying one time-unit
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • АРИСТИПП —    • Aristippus,          Άρίστιππος, из Кирены, основатель школы киренаиков (или гедоников), получившей и свое название от имени его родного города; провел свою юность в Афинах в обществе Сократа (αφιγμένος Άθήναζε κατα κλέος Σωκράτους), а… …   Реальный словарь классических древностей

  • μονόχρονος — μονόχρονος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο 2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή 3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”